Ευχαριστώ και εγώ με την σειρά μου την Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου, κα Ανθίππη Ζαννάρα και τα Μέλη για την ευγενική τους πρόσκληση. Επέλεξα να τοποθετηθώ για ένα θέμα που δεν έχει πολυσυζητηθεί.
Για το πως η Χίος επέστρεψε μετά την Σφαγή.
Η περίοδος μετά το 1822.
Για τα χρόνια που ακολούθησαν, τις δυσκολίες, την ξενιτιά.
Την εσωτερική μετανάστευση.
Αφορμή για την επιλογή του θέματος αποτελεί ένα κείμενο που έγραψε ο Κώστας Μερούσης.
Αναφερόμενος στον Αντώνη Μπενάκη, ο οποίος ήταν δεκαοχτώ χρονών στις σφαγές της Χίου.
Γράφει ο Κώστας Μερούσης:
« Όταν οι Τούρκοι άρχισαν να επιτίθενται στον άμαχο πληθυσμό, για να σωθεί από το κακό, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι της πόλης, κατέφυγε με την οικογένειά του στα ενδότερα του νησιού και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Όμως τους ανακάλυψαν και οι Τούρκοι έβγαλαν τα γιαταγάνια τους για να τους σφάξουν αλλά ένας Τούρκος, παλιός υπηρέτης τους, τον αναγνώρισε και είπε στους υπόλοιπους: «Τούτος είναι δικός μου δούλος, δεν έχει να τον αγγίξετε».
Τον πήρε στο καΐκι του ως μούτσο. Ο Μπενάκης δούλεψε σκληρά μαζί του και αφού μάζεψε πολλά γρόσια, αγόρασε το καΐκι. Άρχισε ταξίδια στην Αλεξάνδρεια, μεταφέροντας εμπορεύματα και γυρεύοντας κάθε φορά τ’ αδέρφιά του τα νεότερα και τις αδερφές του, κοριτσάκια μικρά.
Ένα – ένα τα ξαναβρήκε. Τα εξαγόρασε, εκτός από δύο κορίτσια, που οι Τούρκοι πήραν στα βάθη της Μικράς Ασίας και τα έφερε πίσω στα ελεύθερα ελληνικά νησιά και συγκεκριμένα στη Σύρο.
Όμως δεν σταμάτησε εδώ.
Γύριζε από χαρέμι σε χαρέμι ψάχνοντας γυναίκες και παιδιά από τη Χίο, τα οποία, αφού τα εξαγόραζε, τα μετέφερε πίσω στο νησί.
Η μετέπειτα γυναίκα του, η Λωξάντρα Μαξίμου, η οποία στις Σφαγές της Χίου ήταν έξι ετών, αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε σε αιγυπτιακό χαρέμι.
Μια μεγάλη τριανταφυλλιά κρεατοελιά που είχε στο μέτωπό, ανάμεσα στα φρύδια της, ήταν το στοιχείο που την έσωσε μετά από λίγα χρόνια. Από αυτή την κρεατοελιά αναγνωρίστηκε από συγγενείς της, εξαγοράστηκε και μεταφέρθηκε στη Σύρο.
Όταν παντρεύτηκε τον Αντώνη Μπενάκη, θέλησε να την αφαιρέσει, όμως ο σύζυγός της την απέτρεψε λέγοντάς : «Αυτό το σημάδι σ’ έσωσε από το χαρέμι. Μ’ αυτό το σημάδι θα πεθάνεις». Και το δέχτηκε ».
Αυτή η συγκινητική ιστορία του προ προ πάππου μου δείχνει το μέγεθος την ανθρώπινης δυστυχίας των επιζώντων της καταστροφής.
Αλλά και το πάθος τους να ξαναρχίσουν την ζωή τους.
Τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στη σφαγή είναι γνωστά.
Ο αρχικός ξεσηκωμός στις 11 Μαρτίου 1822, οδήγησε τον οθωμανικό πληθυσμό στην οχύρωση του στο κάστρο του νησιού, μέχρι την έλευση του οθωμανικού στόλου στις 30 Μαρτίου 1822.
Ακολουθεί γενική σφαγή που πραγματοποιείται από τον οθωμανικό στρατό, τους Οθωμανούς της Χίου αλλά και δεκάδες ατάκτους που καταπλέουν με κάθε μέσο από τα απέναντι Ασιατικά παράλια, με σκοπό τη λεηλασία, αλλά και το να φονεύσουν τον Χριστιανικό πληθυσμό του νησιού.
Όσοι Χιώτες μπορούν, δραπετεύουν με τις οικογένειες τους.
Από τους περίπου 117.000 Χριστιανούς που ήταν ο τότε πληθυσμός της Χίου, περίπου 1.800 -2.000 άνθρωποι διασώθηκαν και παρέμειναν στο νησί, οι περισσότεροι Μαστιχοχωρίτες και οι οικογένειες τους λόγω της ανάγκης των Οθωμανών για καλλιεργητές των σχίνων.
Περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Άλλες πηγές μιλούν για περίπου 52.000 σφαγιασθέντες, ενώ οι αιχμάλωτοι ξεπέρασαν επίσης τους 50.000 ανθρώπους.
Μόνο 21.000 – 23.000 άτομα υπολογίζονται οι διασωθέντες σύμφωνα με τον Χιώτη ερευνητή Κων/νο Φραγκομίχαλο
Οι φυγάδες κατέφυγαν στα Ψαρά, Τήνο, Σύρο, Άνδρο, Μύκονο, Αγκώνα, Τεργέστη, Μασσαλία, Οδησσό, Μάλτα, Λονδίνο.
Στα Ψαρά και την Τήνο η μαζική εγκατάσταση δεν λαμβάνει πιο μόνιμο χαρακτήρα, λόγω της καταστροφής του νησιού στην πρώτη περίπτωση και της πανούκλας στην περίπτωση της Τήνου που οδήγησε στη μεταφορά άνω των 30.000 προσφύγων, από διαφορετικά νησιά του Αιγαίου, στην Σύρο σε καλύβες ή στην Άνω Σύρο.
Τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης για μετεγκατάστασή τους σε άλλα μέρη δεν πραγματοποιήθηκαν και τελικά παρέμειναν στη Σύρο.
Στη Σύρο η Χιώτες πρόσφυγες θα βρουν ασφάλεια, καθώς λόγω των καθολικών του νησιού, αυτό βρισκόταν υπό την προστασία των δυτικών μεγάλων δυνάμεων.
Επιπροσθέτως, στη Σύρο θα βρουν 15 οικογένειες Χίων που εγκαταστάθηκαν εκεί το 1821, πριν την καταστροφή.
Το 1822 μετά τη σφαγή προστίθενται 8.000 οικογένειες , άλλες 110 οικογένειες προστίθενται το 1823 και τέλος το 1824 μετά την καταστροφή των Ψαρών ο πληθυσμός των προσφύγων προερχομένων από τη Χίο σχεδόν υπερδιπλασιάζεται.
Μεταξύ των οικογενειών που εμπλουτίζουν τη ζωή της Σύρου και αναδεικνύονται σε προσωπικότητες τοπικής και εθνικής εμβέλειας είναι η οικογένεια :
- του Αντωνίου Μπενάκη – που προανέφερα,
- του φαναριώτικης καταγωγής τραπεζίτη Ευστρατίου Νεγρεπόντε και των αδελφών Ιάκωβου,
- του Λουκά Ράλλη,
- του Μαυροκορδάτου,
- του Ροδοκανάκη,
- του Αμβρόσιου και Ευστράτιου Σκαραμαγκά,
- του Σταµατίου Κ. Πρωίου,
- του γιατρού Ιωάννη Πρασακάκη,
- των εµπόρων – τραπεζιτών Στέφανου Ζυγοµαλά και Ζαννή Πετροκόκκινου,
- του Νικολάου Ράλλη,
- του ∆ηµητρίου Βαφιαδάκη κατοπινού δημάρχου Ερµουπόλεως.
Στη Σύρο οι πρόσφυγες έκτισαν την Ερμούπολη στην αρχή ως προσωρινό τόπο ώσπου να φύγουν, αλλά στη συνέχεια εδραιώνοντας και ξαναρχίζοντας στη Σύρο πλέον το εμπόριο τους, έμειναν ως μόνιμοι κάτοικοι εξελίσσοντας την μικρή παραγκούπολη σε μια από τις εντυπωσιακότερες νεοκλασικές πόλεις της Ευρώπης.
Τα χρόνια αυτά θα αρχίσουν να διαμορφώνονται και να αναπτύσσονται συνοικίες, με ονόματα όπως το “Βροντάδο”, τα “Αναβατούσικα”, τα “Ψαριανά”, τα “Κασιώτικα” κ.α.
Η Ερμούπολη μπορεί να πήρε το όνομα της από τον αρχαίο θεό του εμπορίου Ερμή, αλλά «νονός» της υπήρξε ο Χιώτης πρόσφυγάς Λουκάς Ραλλης, του οποίου η πρόταση ονοματοδοσίας της πόλης υιοθετήθηκε.
Το πρώτο δημόσιο Γυμνάσιο της ελεύθερης Ελλάδας κτίστηκε από τους πρόσφυγες της Σύρου, ενώ γυμνασιάρχης του διατέλεσε ο Χιώτης Νεόφυτος Βάμβας, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λόγιους και είναι ένας από τους λεγόμενους «Δασκάλους του Γένους», εκπρόσωπος του νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Όσον αφορά τη διασπορά του εξωτερικού, αυτή βρίσκεται σε αναφορές :
- του ιστορικού Richard Clogg, στην αύξηση της ελληνικής κοινότητας της Αγγλίας τον 19ο αιώνα ως αποτέλεσμα της σφαγής της Χίου, οι οποίοι έκτισαν και τον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας.
- στο ντοκιμαντέρ του Mark Gaston, «Μασσαλία, Μακρινή Κόρη» όπου στις δηλώσεις κατοίκων αναφέρεται ότι σημαντική μερίδα των μελών της ελληνικής κοινότητας κατάγονται από τη Χίο,
- στις μελέτες της Φλωρέσκας Καρανάσου για τον ελληνισμό της Αιγύπτου, όπου η Χίος αποτελεί το μοναδικό νησί στον κατάλογο των τόπων προέλευσης των Ελλήνων εμπόρων. Οι οικογένειες Μπενάκη, Χωρέμη και Σαλβάγου.
- στη μελέτη της Όλγας Κατσιαρδή ‒ Hering, «Η ελληνική παροικία της Τεργέστης (1751-1830)» ,
- για την καταφυγή Χίων στη Μασσαλία βλ. Άννα Β. Μανδυλαρά, « ταξίδι τους. Οι πολλαπλές ταυτότητες των Ελλήνων της διασποράς: Μασσαλία, 19ος αιώνας», εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2015.
Οι υπάρχουσες πηγές, αν και δίνουν μία γενική εκτίμηση του αριθμού των Χίων που διεσπάρησαν δεν παρέχουν επαρκώς αξιόπιστα στοιχεία.
Ο βαθμός πληρότητας των δεδομένων σχετίζεται κυρίως με την τήρηση τοπικών αρχείων και δεδομένων που σχετίζονται με τη συμβολή των Χίων στις τοπικές ‒και όχι μόνο‒ εξελίξεις .
Στην ιστορική αυτή συγκυρία συντελούνται παράλληλα 3 διακριτές ενέργειες:
- Η προσπάθεια απελευθέρωσης / εξαγοράς Χίων που διατελούσαν υπό σκλαβιά,
- Η επιστροφή μέρους των προσφύγων στο νησί της Χίου και
- Οι ενέργειες που αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση του νησιού από τον τουρκικό ζυγό.
Όσον αφορά τις προσπάθειες απελευθέρωσης / εξαγοράς Χίων που διατελούσαν υπό σκλαβιά, η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας διατάζει να γίνει ακριβής καταγραφή όλων των Χίων που επέζησαν (χήρες γυναίκες, ορφανά, άνδρες κατά ηλικία και επάγγελμα), ώστε να μπορέσει να τους περιθάλψει και παράλληλα να αναζητήσει τους αιχμαλώτους.
Η προσπάθεια των Πατριαρχείων, των Χίων εμπόρων, αλλά και των Λατίνων που διέμεναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, των Χίων των παροικιών και των φιλελλήνων, σε συνδυασμό με τους εύστοχους χειρισμούς του Καποδίστρια και τη σύμπραξη των αντιπροσώπων των Μ. Δυνάμεων, υπήρξε πράγματι αρκετά αποδοτική.
Μετά τη Σφαγή, υπήρξε προσπάθεια ανακατάληψης της Χίου.
Ήδη από το 1823, από το επόμενος έτος της σφαγής, ξεκινάει η συλλογή χρημάτων με σκοπό τη χρήση τους προς απελευθέρωση του νησιού.
Το 1825 δημιουργείται τετραμελής επιτροπή, η Επιτροπή των Ελευθέρων Χίων, με έδρα την Ερμούπολη της Σύρου που έχει σκοπό την πολιτική εκπροσώπηση στην ελληνική κεντρική εξουσία.
Η επιτροπή αποτελείται από τους Στέφανο Ζυγομαλά, Αμβρόσιο και Εμμανουήλ Σκαραμαγκά και Λουκά Ράλλη. Φιλοδοξία της είναι η επίτευξη εκστρατείας ικανής να οδηγήσει στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Η Εκστρατεία της Χίου ήταν μία προσπάθεια του τακτικού ελληνικού στρατού καθώς και άτακτων στρατιωτικών τμημάτων για την απελευθέρωση της Χίου, από τον Οκτώβριο του 1827 ως τον Μάρτιο του 1828. Τον εφοδιασμό και τη χρηματοδότηση της εκστρατείας ανέλαβε η Επιτροπή των Χίων.
Οι Έλληνες τους τελευταίους μήνες του 1827 ξεκίνησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Χίο, την Κρήτη και την ανατολική και δυτική Ελλάδα.
Αυτό συνέβη γιατί ανησυχούσαν πολύ ότι μεγάλες περιοχές θα έμεναν εκτός του νέου υπό διαμόρφωση ελληνικού κράτους, περιοχές μάλιστα που είχαν επαναστατήσει και είχαν υποστεί πολλά δεινά κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.
Η εκστρατεία της Χίου, που χρηματοδοτήθηκε από Χιώτες της Σύρου, καθώς και από την Αντικυβερνητική Επιτροπή που διέθεσε τακτικό στρατό υπό τον συνταγματάρχη Φαβιέρο, φαινόταν ότι θα είναι αποτυχημένη, διότι οι Χιώτες αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες, δεν είχαν τα απαιτούμενα οικονομικά μέσα για να την στηρίξουν.
Παρά τους πολλούς μήνες πολιορκίας των Τούρκων.
Το Μάρτιο 1828 έγινε η αποχώρηση του ελληνικού στρατού, ευτυχώς δεν ακολούθησαν νέοι διωγμοί των κατοίκων του νησιού, οι άτακτοι μεταφέρθηκαν στα Ψαρά και ο τακτικός στρατός στη Σύρο.
Στις 5 Ιουνίου 1828 ο Αδαμάντιος Κοραής σε επιστολή του προς τους Ρώτα και Βλαστό, έγραψε: «Η τελευταία απροσόκητος αποτυχία της Χίου αύξησε τας ασθένειας και του σώματος και της ψυχής μου».
Παρέμεινε λοιπόν το «Σαντζάκι της Χίου», μια οθωμανική επαρχία δευτέρου επιπέδου που επικεντρώθηκε στο ανατολικό Αιγαίο, στη Χίο.
Το τουρκικό όνομα, Sakız, προέρχεται από το πιο χαρακτηριστικό προϊόν του νησιού, τη μαστίχα.
Και παρέμεινε έως 1912, οπότε και απελευθερώθηκε το νησί μας.
Κυρίες & Κύριοι,
Το δράμα συνεχίστηκε μετά την αποτυχία της Εκστρατείας της Χίου.
Παρά της προσπάθειες αυτές, τουλάχιστον έως το 1837 υπήρχαν ακόμα πολλοί Χίοι σε καθεστώς δουλείας που αν και είχαν εντοπιστεί δεν είχε καταστεί δυνατή η απελευθέρωση τους.
Ο Ιω. Βλαχογιάννης, στο Χιακόν Αρχείον, Παράρτημα υπ’ αριθμ. 5, δημοσιεύει στοιχεία για την τύχη των διασωθέντων ή αιχμαλωτισθέντων Χίων, καθώς και έναν «Κατάλογον των εις την αιχμαλωσίαν εισέτι διαμενόντων Χίων», με ον οσό των 6.000 ταλήρων.
- Ο Άγγλος πρόξενος εξαγόρασε τη Βέρα Σκυλίτση για 2.000 γρόσια.
Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιες ιστορικά τεκμήρια της εποχής:
«Τεσσαράκοντα χιλιάδες γυναικόπαιδα ηνδραποδίσθησαν κατ’ αυτό το κατάστιχον του τούρκου τελώνου της Χίου. Ημπορεί κανείς να συμπεράνη οπόση ποσότης χρημάτων απαιτείται δια τοιούτου πλήθους εξαγοράν και πόσα εχρειάζετο έκαστος ιδιαιτέρως δια την εξαγοράν των συγγενών του»· Λουκάς Ράλλης, Αναμνήσεις περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ιω. Βλαχογιάννης επιμ., τύπ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1910,2
Στους εξαγορασθέντες συμπεριλαμβάνονται και ο Αλέξανδρος Πασπάτης, φημισμένος αργότερα γιατρός της Πόλης, εμπνευστής και ιδρυτής του «Φιλολογικού Συλλόγου» του Πέραν και ερασιτέχνης βυζαντινολόγος. Πρόκειται για πρώην σκλάβο από τη Χίο, που βρέθηκε και εξαγοράστηκε από τη μητέρα του.
Στη συνέχεια στάλθηκε στην Αμερική για σπουδές, από Αμερικάνους Προτεστάντες, που φρόντιζαν για την αποκατάσταση των θυμάτων της σφαγής·
Χρίστος Κ. Χριστοδούλου, Ο Έλληνας Τούρκος, εκδ. Επίκεντρο Α.Ε., Θεσσαλονίκη 2016, σ. 147, 148.
Η Μαρία Ιορδανίδου στο βιβλίο της Λωξάντρα κάνει λόγο για την αιχμαλωσία και πώληση του Χίου συζύγου τής γιαγιάς της, Δημήτρη Χονδρέλλη το 1822, τη σφαγή των γονέων του και την εξαγορά και απολύτρωσή του ιδίου με ένα πουγκί γρόσια, από το θείο του, σιορ Βασιλάκη, ο οποίος πήγε από τη Σύρο στη Χίο για να τον αναζητήσει και να τον εξαγοράσει, αφού οι γονείς του παιδιού είχαν σφαγεί. Αν και κάποιοι χαρακτήρες του βιβλίου είναι φανταστικοί, αυτός της Λωξάνδρας και του σιόρ Δημητράκη – όπως αναφέρει η συγγραφέας –είναι πραγματικοί:
«Χιώτης ήταν ο Δημητρός. Στη σφαγή της Χίου, όταν οι Τούρκοι σφάξαν τους γονείς του και κείνονα, μωρό παιδί, τον βγάλανε στο σκλαβοπάζαρο, ένας αδελφός του πατέρα του από την Σύρα, ο Σιόρ Βασιλάκης ο λουκουμτζής, ήρθε στη Χίο και έδωσε ένα πουγκί γρόσια για να τον αγοράσει από τους Τούρκους»· Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάνδρα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1999
Η Επιτροπή των Ελευθέρων Χίων από τη Σύρα διαβιβάζει στη Δημογεροντία Χίου (στις 26 Οκτωβρίου 1827) αίτηση απολύτρωσης για αιχμάλωτο που είχε εξισλαμισθεί και βρισκόταν στην υπηρεσία των Τούρκων στη Χίο:
«Εις Κωνσταντινούπολιν ευρισκόμενος ένας συντοπίτης από το Θολοποτάμι, ονόματι Χ΄΄ Γεώργιος Κολλητάς, εμήνυσεν ενταύθα ότι έχει υιόν ονόματι Νικόλαον ευρισκόμενον παρά τῳ Σακίζ Εμίνῃ αυτού. Ο άνθρωπος επιθυμεί να απολάβη τον υιόν του (ας είναι και τουρκεμένον) και πληρώνει ημάς γρ. δύο χιλιάδες». Παϊδούσης, ΧΕ, τ.11/τχ. 31, ό. π., σ. 39.
Πέραν των εξαγορών, λαμβάνουν χώρα και άλλες περιπτώσεις απελευθέρωσης αιχμαλώτων από τη Χίο όπως:
(α) ανταλλαγή αιχμαλώτων, ειδικά κατά την εκστρατεία του Φαβιέρου στη Χίο το 1827,
(β) απελευθέρωση όταν εντοπίζονταν αιχμάλωτοι, π.χ. σε καΐκια που εντόπιζε ο ελληνικός στόλος,
(γ) περιπτώσεις Χίων αγωνιστών, οι οποίοι εφορμούσαν, ακόμη και στα γειτονικά μικρασιατικά παράλια, για να απελευθερώσουν αιχμάλωτες συμπατριώτισσές τους και παιδιά και
(δ) φυγάδευση στα κρυφά .
Όσον αφορά την επιστροφή μέρους των προσφύγων στο νησί της Χίου, αυτή καθίσταται εφικτή γιατί οι ίδιοι οι Οθωμανοί αντιλαμβάνονται την αδυναμία τους στην καλλιέργεια μαστίχας χωρίς τον ντόπιο πληθυσμό που εσφαγίασαν.
Με διαδοχικά φιρμάνια καλούνται οι διασκορπισμένοι ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό Χίοι να επιστρέψουν στο νησί, παρέχοντας διαβεβαιώσεις ότι θα τους αποδοθούν οι δημευμένες περιουσίες τους.
Η επιστροφή ξεκινά διστακτικά από τον Σεπτέμβριο του 1822, αλλά κυρίως λαμβάνει πιο συστηματική υπόσταση το 1823.
Η επιστροφή αυτή είναι αργή και επώδυνη για τους διασωθέντες, ενώ παράλληλα οι συνθήκες στο νησί δεν είναι ιδανικές.
Αναφέρονται δυσκολίες στη διεκδίκηση της νόμιμης περιουσίας τους,
τόσο λόγω της κακής διαχείρισης του θέματος από την τοπική διοίκηση,
όσο και λόγω της αρπακτικής διάθεσης πολλών συμπολιτών τους,
αλλά και Οθωμανών επίδοξων ιδιοκτητών, επιβράδυνε την επιστροφή των Χίων.
Εξαιτίας αυτών, την πρώτη διακήρυξη του Σεπτεμβρίου του 1822 για άμεση επιστροφή των Χίων, ακολουθεί δεύτερη το 1832, η οποία ορίζει ότι οι ιδιοκτήτες ή γνήσιοι κληρονόμοι θα πρέπει να επανέλθουν μέσα σε διάστημα ενός χρόνου με ημερομηνία έναρξης το Μάρτιο του 1832.
Το 1833 οι Χίοι αποστέλλουν αίτημα για νέα παράταση που ικανοποιείται το καλοκαίρι του 1834 και ο Έφορος Ιω. Ψυχάρης επιτυγχάνει μία τελευταία πίστωση χρόνου το 1837.
Από τον Μάιο του 1828 έως τις 9 Αυγούστου 1829 ο πληθυσμός του νησιού –κατά τον Έλληνα πρόξενο στη Χίο, Λογιωτατίδη– ανέρχεται στις 26.000, συμπεριλαμβανομένων και των μέχρι τότε εξαγορασθέντων γυναικοπαίδων.
Στην έκθεσή του ο Λογιωτατίδης δίνει σημαντικά δημογραφικά στοιχεία. Μεταξύ άλλων αναφέρει την έλλειψη γυναικών μέχρι το 1835: «Το 1835 με βάση την απογραφή για τη διανομή του κεφαλικού φόρου ο πληθυσμός ήταν 34.000 ψυχές ή 7.000 οικογένειες.
Το 1868 είχε διπλασιαστεί˙ με τους μετανάστες έφθανε τις 75.000 κατοίκους. Απ’ αυτούς 1200 ήσαν Τούρκοι μαζί με τη φρουρά του φρουρίου, 250 Ιουδαίοι και περίπου 700 καθολικοί» ·
Παρά την αύξηση του πληθυσμού, η Χίος δεν ανέκαμψε μετά τις Σφαγές.
Και βέβαια μετά ο σεισμός του 1881 σήμανε νέα μεγάλη καταστροφή.
Καταλύτης τελικά της ανάκαμψης ήταν οι Χιώτες, οι αστικές οικογένειες που κατέφυγαν κυρίως στη Σύρο, ή στο Ναύπλιο, Σμύρνη, Κων/πολη, Αλεξάνδρεια, Ευρώπη και ασχολήθηκαν με το ναυτικό εμπόριο κυρίως.
Χιώτες που διατηρούν σχέση με το νησί. Όμως αρχικά η Χίος είναι γι΄ αυτούς τόπος καταγωγής τους, και γι΄αυτό το λόγο επενδύουν μόνο σε κατασκευές πολυτελών κατοικιών για τις διακοπές τους.
Μετά τις Σφαγές ακόμα και στα νοτιόχωρα οι καλλιεργητές μαστίχας αδυνατούν να πουλήσουν το προϊόν τους και ο Σουλτάνος αγοράζει όλη σχεδόν την παραγωγή.
Μια τράπεζα και μια ασφαλιστική εταιρεία λειτουργούν στο νησί, για να εξυπηρετούν την αποστολή χρημάτων για την κατασκευή των θερινών κατοικιών κυρίως στον Κάμπο.
Η εξαγωγή εσπεριδοειδών αρχίζει πολύ αργότερα και διαρκεί λίγο.
Η ουσιαστική ανάκαμψη (βυρδοδεψεία, εσπεριδοειδή, ρετσίνη, κεραμεία, ξυλεία, κατασκευή λιμανιού, ηλεκτροδότηση, τηλέφωνο, κλπ) ξεκινά μετά την απελευθέρωση.
Οι Χίοι, όχι μόνο δεν «εξαφανίστηκαν» από το μονοπάτι της ιστορίας μετά τη Σφαγή, αλλά κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανή την ταυτότητα τους, τη σύνδεση τους με το νησί και να οδηγήσουν εν τέλει στην ενσωμάτωση του στο ελληνικό κράτος το 1912.
Έχοντας παράλληλα καταφέρει οι ίδιοι να προκόψουν και να οδηγήσουν σε κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη τις όποιες νέες τους πατρίδες.
Κατάφεραν να επιβιώσουν, εξαγόρασαν ή απελευθέρωσαν από τη σκλαβιά τους αδερφούς τους, έχτισαν κοινωνικοοικονομικά τις δεύτερες πατρίδες τους, πρόκοψαν και έγιναν διακεκριμένα μέλη του κοινωνικού συνόλου όπου και αν βρέθηκαν, και εν τέλει απελευθέρωσαν και ξαναέχτισαν το νησί μας.
Ονόματα Χίων οι οποίοι μέχρι το 1837 δεν είχαν απελευθερωθεί.
Η εξαγορά των ανθρωπίνων ζωών στοίχιζε ανάλογα με την κοινωνική θέση και την «αγωνία» των συγγενών και φιλικών προσώπων.
Ενδεικτικά στοιχεία που διασώζονται από τη διδακτορική διατριβή της Ειρήνης Καραβόλου:
- Ο παπά Αντώνης Μηνάς ή Ροβύθης εξαγόρασε τη γυναίκα του για 3.000 γρόσια και τη θυγατέρα του, Δροσιά, για 1.000.
- Η εξαγορά της Μαριετούς Θ. Ράλλη και των παιδιών της κόστισε 15.000 γρόσια.
- Η μάμμη του Ανδρέα Συγγρού απελευθερώθηκε για 500 γρόσια.
- Η Κορνηλία Ροδοκανάκη, γυναίκα αργότερα του Δημ. Ροΐδη, που πουλήθηκε σκλάβα σε ηλικία επτά ετών το 1822, εξαγοράστηκε το 1826.
Σας ευχαριστώ!